αποταγή

αποταγή
η (AM ἀποταγή) [αποτάσσω]
1. απάρνηση, αποκήρυξη
2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία
3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα
4. ομολογία του κειρόμενου μοναχού για την απάρνηση των εγκόσμιων
αρχ.-μσν.
1. η ουσία της μοναχικής ζωής
2. η αναγκαιότητα
3. δυσχέρειες (κυρίως της μοναχικής ζωής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀποταγή — renunciation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποταγῇ — ἀποτάσσω set apart aor subj pass 3rd sg ἀποτάσσω set apart aor subj pass 3rd sg ἀποτάσσω set apart aor subj pass 3rd sg ἀποταγή renunciation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποταγαί — ἀποταγή renunciation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποταγῆς — ἀποταγή renunciation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποταγήν — ἀποταγή renunciation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόταξη — η (AM ἀπόταξις) [αποτάσσω] νεοελλ. η οριστική αποβολή ενός αξιωματικού από το στράτευμα εξαιτίας βαρέος παραπτώματος αρχ. μσν. εκκλ. η αποταγή* αρχ. ταξινόμηση των φορολογουμένων …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱԺԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0130 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 11c, 12c գ. ՀՐԱԺԱՐՈՒԹԻՒՆ ՀՐԱԺԱՐՈՒՄՆ. ἁποταγή renuntiatio եւն. Հրաժարելն. հրաժեշտ. չյօժարելն. խորշումն. արգելումն. մեկնիլն. չու. ելք յաշխարհէ, որպէս մահ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀՐԱԺԱՐՈՒՄՆ — (րման.) NBH 2 0130 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 11c, 12c գ. ՀՐԱԺԱՐՈՒԹԻՒՆ ՀՐԱԺԱՐՈՒՄՆ. ἁποταγή renuntiatio եւն. Հրաժարելն. հրաժեշտ. չյօժարելն. խորշումն. արգելումն. մեկնիլն. չու. ելք յաշխարհէ, որպէս մահ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀποταγάς — ἀποταγά̱ς , ἀποταγή renunciation fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”